διαιρετικός

διαιρετικός
η , ό[ν]
1) разделяющий; расчленяющий; разделительный; 2) наносящий деления

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διαιρετικός" в других словарях:

  • διαιρετικός — logically distinguishable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετικός — ή, ό αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να διαιρεί, να χωρίζει αρχ. 1. ο πρόσφορος για χωρισμό 2. αυτός που προφέρει αναλυτικά τις διφθόγγους 3. (ρητ.) μεριστικός 4. (λογ.) προερχόμενος από διαίρεση 5. το θηλ. ως ουσ. η διαιρετική κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • διαιρετικός — ή, ό αυτός που μπορεί να διαιρεί, να χωρίζει: Οι χάρακες έχουν ακριβείς διαιρέσεις, γιατί γίνονται από διαιρετικές μηχανές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιρετικά — διαιρετικός logically distinguishable neut nom/voc/acc pl διαιρετικά̱ , διαιρετικός logically distinguishable fem nom/voc/acc dual διαιρετικά̱ , διαιρετικός logically distinguishable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετικώτερον — διαιρετικός logically distinguishable adverbial comp διαιρετικός logically distinguishable masc acc comp sg διαιρετικός logically distinguishable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετικῶν — διαιρετικός logically distinguishable fem gen pl διαιρετικός logically distinguishable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετικόν — διαιρετικός logically distinguishable masc acc sg διαιρετικός logically distinguishable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετικώτατον — διαιρετικός logically distinguishable masc acc superl sg διαιρετικός logically distinguishable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετικαῖς — διαιρετικός logically distinguishable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετικαί — διαιρετικός logically distinguishable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετικοῖς — διαιρετικός logically distinguishable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»